- χαλιναγωγώ
- (ε) μετ.1) вести за уздечку; 2) перен. обуздывать, сдерживать; держать в узде;
χαλιναγωγώ τάς ορμάς μου — обуздывать свои страсти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλιναγωγώ τάς ορμάς μου — обуздывать свои страсти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλιναγωγώ — χαλιναγωγῶ, έω, ΝΜΑ [χαλιναγωγός] 1. (σχετικά με άλογο ή με άλλο ζώο) συγκρατώ ή οδηγώ με το χαλινάρι 2. μτφ. αναχαιτίζω, ανακόπτω, αναστέλλω (α. «δεν μπορούσε να χαλιναγωγήσει τις παρορμήσεις του» β. «μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῡ», ΚΔ γ. «ὅταν… … Dictionary of Greek
χαλιναγωγώ — χαλιναγωγώ, χαλιναγώγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαλιναγωγώ — και χαλιναγωγάω χαλιναγώγησα, χαλιναγωγήθηκα, χαλιναγωγημένος 1. οδηγώ με το χαλινό. 2. συγκρατώ με το χαλινό, σταματώ: Πρέπει να χαλιναγωγεί κανείς τα πάθη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλιναγωγῶ — χαλῑναγωγῶ , χαλιναγωγέω guide with pres subj act 1st sg (attic epic doric) χαλῑναγωγῶ , χαλιναγωγέω guide with pres ind act 1st sg (attic epic doric) χαλῑναγωγῶ , χαλιναγωγός guiding as with bit and bridle masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουλαγωγώ — ( έω και άω) (AM δουλαγωγῶ, έω Μ και άω) 1. κάνω κάποιον δούλο, τόν μεταχειρίζομαι ως δούλο 2. (για ψυχικά πάθη) τά υποτάσσω τελείως, τά χαλιναγωγώ … Dictionary of Greek
επιστομίζω — και απιστομίζω (AM ἐπιστομίζω) [επίστομα] νεοελλ. 1. βάζω κάποιον επίστομα (ή απίστομα), με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα 2. πέφτω επίστομα, μπρούμυτα 3. μπαίνω μπροστά σε κάποιον και τόν εμποδίζω αρχ. μσν. 1. φιμώνω, τοποθετώ… … Dictionary of Greek
κραταιώνω — (AM κραταιῶ, όω) [κραταιός] κάνω κάποιον ή κάτι κραταιό, ισχυροποιώ, ενισχύω, ενδυναμώνω («τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῡτο πνεύματι», ΚΔ) μσν. αρχ. φρ. «κραταιοῡμαι ὑπέρ τινα» υπερισχύω κάποιου («ἐὰν κραταιωθῆ Συρία ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἔσεσθέ μοι… … Dictionary of Greek
μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
περιστέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού») νεοελλ. μσν. περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών») αρχ. 1. επενδύω, περιβάλλω … Dictionary of Greek
συγκρατώ — συγκρατῶ, έω, ΝΜΑ [κρατῶ] 1. υποστηρίζω κάποιον ή κάτι για να μην πέσει (α. «το τοίχωμα θα συγκρατήσει τα χώματα» β. «την τελευταία στιγμή τόν συγκράτησε και δεν έπεσε στη θάλασσα») 2. κρατώ κάτι μέσα μου, δεν τό αφήνω να εκδηλωθεί νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
συμμαζεύω — Ν 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω στο ίδιο μέρος πράγματα διασκορπισμένα 2. (ιδίως για αγροτικά προϊόντα) συγκεντρώνω και αποθηκεύω, σοδιάζω, συγκομίζω 3. συνεκδ. τακτοποιώ, συγυρίζω 4. περιστέλλω, συγκρατώ («συμμάζεψε λίγο τα μαλλιά σου να μην… … Dictionary of Greek